αφιλότιμος

αφιλότιμος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έχει φιλότιμο, ο αδιάντροπος: Του είπα πολλά, αλλά αυτός είναι αφιλότιμος και δε νομίζω πως νοιάζεται.
2. συχνά με ελαφρότερη έννοια μομφής ή και χωρίς καμία μομφή: Βρε τον αφιλότιμο, τι έξυπνος που ’ναι. Ουσ. αφιλοτιμία, η.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αφιλότιμος — η, ο (Α ἀφιλότιμος, ον) [φιλότιμος] νεοελλ. αυτός που δεν έχει φιλότιμο, που δεν έχει συναίσθηση των υποχρεώσεών του, αναίσθητος αρχ. 1. αφιλόδοξος 2. ο αδιάφορος για κάτι 3. (για πράγματα) αυτός που έχει μικρή αξία, ο ευτελής …   Dictionary of Greek

  • ἀφιλότιμος — ἀφιλότῑμος , ἀφιλότιμος lacking in ambition masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοτιμότερον — ἀφιλοτῑμότερον , ἀφιλότιμος lacking in ambition adverbial comp ἀφιλοτῑμότερον , ἀφιλότιμος lacking in ambition masc acc comp sg ἀφιλοτῑμότερον , ἀφιλότιμος lacking in ambition neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοτίμως — ἀφιλοτί̱μως , ἀφιλότιμος lacking in ambition adverbial ἀφιλοτί̱μως , ἀφιλότιμος lacking in ambition masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλότιμον — ἀφιλότῑμον , ἀφιλότιμος lacking in ambition masc/fem acc sg ἀφιλότῑμον , ἀφιλότιμος lacking in ambition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безлюбьзьнѣ — (1*) нар. (?): ˫ако же ѡ(т) всѣхъ питатисѩ. тщимь имѣньемь неимѣнье стварѩ˫а. но не безълю(бь)знѣ оубогъ бѩше. и безъ оратвы и всего ѡ(т)верженье възлюбивъ. ѥже имѩше преже. (ἀφιλότιμος!) ГБ XIV, 168а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • безчьстьныи — (34) пр. 1.Непочитаемый, презираемый; пользующийся дурной славой, позорный, недостойный: Такожде годѣ ѥсть да еп(с)пи и попове и диѩкони приставьници да не боудоуть и строителѥ ни отъ коѥ˫а же срамьны˫а или бещьстьны˫а вещи пищю обрѣтають… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MOSES — I. MOSES Episcopus Ismaelitarum, illorum conversioni intentus, saecul. 4. Vide Mauvia. Item Rabbinus, qui Talmud docere Cordubae incepit, An. 999. II. MOSES impostor, A. 432. Iudaeos Cretenses, ut in mare se sequentes praecipitarent, effecit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδροπετσιάζω — [αδρόπετσος] (στην Κρήτη) 1. γίνομαι τραχύς στην επιδερμίδα, χοντροπετσιάζω 2. γίνομαι ασυνείδητος, αφιλότιμος, αναίσθητος …   Dictionary of Greek

  • αδρόπετσος — η, ο 1. αυτός που έχει σκληρή, τραχιά επιδερμίδα, ο χοντρόπετσος 2. ασυνείδητος, αφιλότιμος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + πετσί. ΠΑΡ. αδροπετσιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”